- στοιχώ
- στοιχῶ, -έω, ΝΑ [στοῑχος](στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.)νεοελλ.1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους2. φρ. «στοιχείτε!» ή «στοιχηθείτε!»(ως στρατιωτικό παράγγελμα) παραταχθείτε κατά σειρά σε βάθος ο ένας πίσω από τον άλλοαρχ.1. (για στρατό) βαδίζω σε θέση μάχης («ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῡσα ἐπέσθω», Ξεν.)2. (για χορευτές) ορχούμαι πιασμένος χέρι χέρι3. (για φύλλα) είμαι διευθετημένος σε ορισμένη σειρά4. αντιστοιχώ («ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν», επιγρ.)5. συμβαδίζω, συναινώ, συμφωνώ6. είμαι ευχαριστημένος, αρκούμαι σε κάτι («στοιχεῑν μιᾷ γυναικί», Σχόλ. Αριστοφ.)7. φρ. α) «κατὰ τὸ στοιχοῡν» — κατά συνέπεια (Αριστοτ.)β) «στοιχεῑς φυλάσσων τὸν νόμον» — φυλάγεις τον νόμο κανονικώς και τακτικώς (ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.